- μωρολογώ
- (ε), μωρολογάω αμετ. болтать, пустословить; говорить глупости, нести вздор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μωρολογώ — (ΑΜ μωρολογῶ έω και άω) [μωρολόγος] λέω μωρίες, ανοησίες … Dictionary of Greek
μωρολογώ — μωρολόγησα, μιλώ ακατάσχετα λέγοντας ανοησίες, ανοητολογώ: Μωρολογούσε κάθε φορά που ένιωθε αμηχανία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
ακαιρολογώ — (Μ ἀκαιρολογῶ, έω) [ἀκαιρολόγος] μιλώ σε ακατάλληλες περιστάσεις φλυαρώ, μωρολογώ … Dictionary of Greek
ακριτομυθώ — (Μ ἀκριτομυθῶ έω) [ἀκριτόμυθος] νεοελλ. αποκαλύπτω μυστικό ή απόρρητα από επιπολαιότητα, είμαι ακριτόμυθος μσν. φλυαρώ ασυνάρτητα και απερίσκεπτα, μωρολογώ … Dictionary of Greek
καταληρώ — καταληρῶ, έω (Α) 1. ενοχλώ υπερβολικά κάποιον με τη φλυαρία μου 2. με τη φλυαρία μου ξεχνιέμαι και χάνω κάτι («καταληρεῑν τὴν ἐξωμίδα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ληρῶ «φλυαρώ, μωρολογώ»] … Dictionary of Greek
κενολεκτώ — κενολεκτῶ, έω (Α) κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ, ορθο λεκτώ] … Dictionary of Greek
κενολογώ — (ΑΜ κενολογῶ, έω) [κενολόγος] μιλώ χωρίς νόημα, λέγω ανόητα πράγματα, ματαιολογώ, αερολογώ, μωρολογώ, φλυαρώ … Dictionary of Greek
κενοφωνώ — κενοφωνῶ έω (ΑΜ) λέγω ανοησίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνῶ (< φωνος < φωνή), πρβλ. βαρυ φωνώ, κακο φωνώ] … Dictionary of Greek